επισφαλής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επισφαλής < αρχαία ελληνική ἐπισφαλής < ἐπί + σφάλλω
Επίθετο[επεξεργασία]
επισφαλής
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- επισφάλεια
- → δείτε τις λέξεις επί και σφάλλω