επισφαλής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επισφαλής η επισφαλής το επισφαλές
      γενική του επισφαλούς της επισφαλούς του επισφαλούς
    αιτιατική τον επισφαλή την επισφαλή το επισφαλές
     κλητική επισφαλή(ς) επισφαλής επισφαλές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επισφαλείς οι επισφαλείς τα επισφαλή
      γενική των επισφαλών των επισφαλών των επισφαλών
    αιτιατική τους επισφαλείς τις επισφαλείς τα επισφαλή
     κλητική επισφαλείς επισφαλείς επισφαλή
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επισφαλής < αρχαία ελληνική ἐπισφαλής < ἐπί + σφάλλω

Επίθετο[επεξεργασία]

επισφαλής

  1. που δεν είναι σίγουρο ότι μπορεί να γίνει, αβέβαιος
  2. που μπορεί να περιέχει κινδύνους, επίφοβος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]