επισφραγισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επισφραγισμένος η επισφραγισμένη το επισφραγισμένο
      γενική του επισφραγισμένου της επισφραγισμένης του επισφραγισμένου
    αιτιατική τον επισφραγισμένο την επισφραγισμένη το επισφραγισμένο
     κλητική επισφραγισμένε επισφραγισμένη επισφραγισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επισφραγισμένοι οι επισφραγισμένες τα επισφραγισμένα
      γενική των επισφραγισμένων των επισφραγισμένων των επισφραγισμένων
    αιτιατική τους επισφραγισμένους τις επισφραγισμένες τα επισφραγισμένα
     κλητική επισφραγισμένοι επισφραγισμένες επισφραγισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

επισφραγισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]