επιτάσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπιτάσσω, επιπάσσω, ἐπιπάσσω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιτάσσω < αρχαία ελληνική ἐπιτάσσω < ἐπί + τάσσω

Ρήμα[επεξεργασία]

επιτάσσω

  1. (λόγιο) διατάσσω, διατάζω
  2. (λόγιο) προβαίνω σε επίταξη
    ※  Το σπίτι αυτό το είχαν επιτάξει οι γερμανοί στην Κατοχή. (Γιώργος Ιωάννου, Τα λεμόνια ήταν ακριβά)


Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]