επιτέλλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιτέλλω < αρχαία ελληνική ἐπιτέλλω

Ρήμα[επεξεργασία]

επιτέλλω

  1. ξεπροβάλλω απ' τον ορίζοντα, αναδύομαι
    επιτέλλει ο Αυγερινός, η Πούλια, η Σελήνη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Το ρήμα επιτέλλω είναι συνώνυμο με το ανατέλλω με τη διαφορά πως το 1ο χρησιμποιείται μόνο για τον Ήλιο ο οποίος βγαίνει την ημέρα, ενώ το 2ο για τη Σελήνη και τ' άλλα αστερια τα οποία βγαίνουν τη νύχτα.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]