επιτέλους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιτέλους < συμφυρμός των φράσεων από την αρχαία ελληνική ἐπί τέλος + διά τέλους, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική enfin
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ε.piˈtε.lus/
Επίρρημα[επεξεργασία]
επιτέλους
Επιφώνημα[επεξεργασία]
επιτέλους
- επιφωνηματική έκφραση, για να δηλωθεί