επιτίμηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιτίμηση < αρχαία ελληνική ἐπιτίμησις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιτίμηση θηλυκό
- (θρησκεία) ποινή που επιβάλλεται σε κληρικούς από εκκλησιαστικό δικαστήριο
- έντονη επίκριση
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιτίμηση