επιτακτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιτακτικός < επιτάσσω
Επίθετο[επεξεργασία]
επιτακτικός, -ή, -ό
- αυστηρός, απόλυτος, αναγκαίος
- Οι κανόνες δικαίου ρυθμίζουν την εξωτερική συμπεριφορά των ανθρώπων κατά τρόπο επιτακτικό, αφού η μη συμμόρφωση σε αυτούς συνεπάγεται διάφορες κυρώσεις.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- επιτακτική ανάγκη