επιτατικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιτατικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιτατικός < ἐπι- + τάσσω ή τάττω
Επίθετο
[επεξεργασία]επιτατικός
- αυτός που προκαλεί επίταση ή αναφέρεται σε αυτή
- (γραμματική) που ενισχύει τη σημασία της λέξης ή λέξη ενισχυμένη
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιτατικός
|
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επι- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)