επιτελέσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
επιτελέσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιτελώ
- θα επιτελέσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιτελώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
επιτελέσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιτέλεση