επιτελώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιτελώ < αρχαία ελληνική ἐπιτελέω, -ῶ < ἐπί + τελ + ῶ < τελος(=σκοπός)
Ρήμα
[επεξεργασία]επιτελώ
- εκτελώ, πραγματοποιώ
- πραγματοποιώ (κάτι που μου ανατέθηκε), φέρω εις πέρας καθήκοντα, ρόλο, έργο ή σκοπό