επιτελώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιτελώ < αρχαία ελληνική ἐπιτελέω, -ῶ < ἐπί + τελ + < τελος(=σκοπός)

Ρήμα[επεξεργασία]

επιτελώ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]