επιτηδεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιτηδεύομαι < αρχαία ελληνική ἐπιτηδεύoμαι
Ρήμα[επεξεργασία]
επιτηδεύομαι
- ασχολούμαι δεξιοτεχνικά με κάτι
- → δείτε τη λέξη επιτηδεύω
- (παρωχημένο) επαγγέλλομαι, έχω ως επάγγελμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιτηδεύομαι