επιτηδεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιτηδεύομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιτηδεύoμαι μέση φωνή του ἐπιτηδεύω < ἐπιτήδειος < ἐπίτηδες
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.pi.tiˈðe.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐τη‐δεύ‐ο‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
επιτηδεύομαι, π.αόρ.: ανεπιτηδεύθηκα (αποθετικό ρήμα) παρωχημένο: επιτηδεύω[1]
- (παρωχημένο) ασχολούμαι επαγγελματικά με κάτι
- ≈ συνώνυμα: επαγγέλλομαι, έχω ως επάγγελμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
θέμα με επιτηδευ-
- ανεπιτήδευτα (επίρρημα)
- ανεπιτηδεύτως (λόγιο επίρρημα)
- επιτήδευμα
- επιτηδευματίας
- επιτηδευματικός
- επιτηδευμένα (επίρρημα)
- επιτηδευμένος
- επιτήδευση
- επιτηδευτός
- μικροεπιτηδευματίας
→ και δείτε τις λέξεις επιτήδειος και επίτηδες για θέμα με επιτηδ-
- Λέξεις με επιτηδ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιτηδεύομαι
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ επιτηδεύω - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Πηγές[επεξεργασία]
- επιτηδεύομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς ενεργητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)