επιτηρητής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπιτηρητής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιτηρητής οι επιτηρητές
      γενική του επιτηρητή των επιτηρητών
    αιτιατική τον επιτηρητή τους επιτηρητές
     κλητική επιτηρητή επιτηρητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιτηρητής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιτηρητής (επιστάτης φόρων)[1] ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική surveillant)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.pi.ti.ɾiˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐τη‐ρη‐τής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιτηρητής αρσενικό (επιτηρήτρια θηλυκό)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]