επιτιθέμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιτιθέμενος < επιτίθεμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
επιτιθέμενος, -η, -ο
- αυτός που επιτίθεται
- ξεκίνησε πόλεμο στο διαδίκτυο, επιτιθέμενος εναντίον όλων όσοι διαφωνούσαν με τις απόψεις του