Μετάβαση στο περιεχόμενο

επιτιμώ

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἐπιτιμῶ

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιτιμώ < αρχαία ελληνική ἐπιτιμάω / ἐπιτιμῶ

επιτιμώ (παθητική φωνή: επιτιμώμαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]