επιτονισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιτονισμός < επι- + τονισμός, απόδοση για τη γαλλική intonation[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιτονισμός αρσενικό
- (γλωσσολογία, φωνητική) οι διακυμάνσεις της φωνής στον προφορικό λόγο που υποδηλώνουν επιπλέον πληροφορίες (συνήθως συναισθήματα)
- → δείτε τους όρους υπερτμηματικά, υπερτεμαχιακά, ή προσωδιακά στοιχεία
- → δείτε τα σημεία στίξης θαυμαστικό, ερωτηματικό, αποσιωπητικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιτονισμός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ επιτονισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές[επεξεργασία]
- επιτονισμός - Γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας που χρησιμοποιούνται στα σχολικά εγχειρίδια. - Digital PanGloss στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- επιτόνιση/επιτονισμός - Λεξικό γλωσσολογικών όρων - Digital PanGloss στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (2006‑08)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επι- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικές αποδόσεις από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Φωνητική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)