επιτρέποντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
επιτρέποντας (επιρρηματική μετοχή)
- Κάνουν τα στραβά μάτια, επιτρέποντας έτσι να διαιωνίζεται η διαφθορά
- Άνοιξαν τελικά τις πύλες, επιτρέποντας την είσοδο σε όλους
- → δείτε τη λέξη επιτρέπω
[επεξεργασία]
- επιτρεπόμενος
- επιτρέπω
- επιτρέπων (σε φράσεις κυρίως όπως καιρού επιτρέποντος)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ἐπιτρέποντας (αιτιατική πληθ. της αρχαίας μετοχής ἐπιτρέπων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιτρέποντας