επιφαινόμενο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιφαινόμενο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιφαινόμενο ουδέτερο
- καθετί φαινόμενο, κοινωνικό ή φυσικό, που γίνεται αντιληπτό από τις ανθρώπινες αισθήσεις (χωρίς να σημαίνει πως αγγίζεται η βαθύτερη αιτία του)
- πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα αίτια της αρρώστιας και όχι απλώς τα επιφαινόμενά της (δηλαδή τη συμπτωματολογία της)
- δευτερογενής και δευτερεύουσα εκδήλωση πιο θεμελιώδους πράγματος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιφαινόμενο
|