επιφανειοδραστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιφανειοδραστικός η επιφανειοδραστική το επιφανειοδραστικό
      γενική του επιφανειοδραστικού της επιφανειοδραστικής του επιφανειοδραστικού
    αιτιατική τον επιφανειοδραστικό την επιφανειοδραστική το επιφανειοδραστικό
     κλητική επιφανειοδραστικέ επιφανειοδραστική επιφανειοδραστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιφανειοδραστικοί οι επιφανειοδραστικές τα επιφανειοδραστικά
      γενική των επιφανειοδραστικών των επιφανειοδραστικών των επιφανειοδραστικών
    αιτιατική τους επιφανειοδραστικούς τις επιφανειοδραστικές τα επιφανειοδραστικά
     κλητική επιφανειοδραστικοί επιφανειοδραστικές επιφανειοδραστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιφανειοδραστικός < επιφάνεια + -ο- + δραστικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική surface-active)

Επίθετο[επεξεργασία]

επιφανειοδραστικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]