επιφανειοδραστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιφανειοδραστικός < επιφάνεια + -ο- + δραστικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική surface-active)
Επίθετο[επεξεργασία]
επιφανειοδραστικός
- (για παράγοντα) που δρα στην επιφάνεια, επιφανειακά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιφανειοδραστικός