επιφανώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιφανώς < αρχαία ελληνική ἐπιφανῶς < ἐπιφανής
Επίρρημα[επεξεργασία]
επιφανώς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιφανώς
|
επιφανώς
|