επιφυλάξεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
επιφυλάξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιφυλάσσω
- θα επιφυλάξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιφυλάσσω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
επιφυλάξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιφύλαξη