επιφωνηματικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιφωνηματικά < επιφωνηματικ(ός) + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
επιφωνηματικά
- με επιφωνηματικό τρόπο, χρησιμοποιώντας επιφώνημα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιφωνηματικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
επιφωνηματικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επιφωνηματικός