επιχαλκώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
επιχαλκώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιχαλκώνω
- θα επιχαλκώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιχαλκώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
επιχαλκώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιχάλκωση