επιχειρημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιχειρημένος η επιχειρημένη το επιχειρημένο
      γενική του επιχειρημένου της επιχειρημένης του επιχειρημένου
    αιτιατική τον επιχειρημένο την επιχειρημένη το επιχειρημένο
     κλητική επιχειρημένε επιχειρημένη επιχειρημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιχειρημένοι οι επιχειρημένες τα επιχειρημένα
      γενική των επιχειρημένων των επιχειρημένων των επιχειρημένων
    αιτιατική τους επιχειρημένους τις επιχειρημένες τα επιχειρημένα
     κλητική επιχειρημένοι επιχειρημένες επιχειρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιχειρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επιχειρώ

Μετοχή[επεξεργασία]

επιχειρημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη επιχειρώ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]