επιχειρημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιχειρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επιχειρώ
Μετοχή[επεξεργασία]
επιχειρημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη επιχειρώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιχειρημένος
|