επιχειρηματολογήσαμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
επιχειρηματολογήσαμε
- α' πληθυντικό οριστικής αορίστου του ρήματος επιχειρηματολογώ
επιχειρηματολογήσαμε