επιχειρηματολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιχειρηματολογία < επιχείρημα + -ο- + -λογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιχειρηματολογία θηλυκό
- το σύνολο των επιχειρημάτων που χρησιμοποιούνται σε κάποια περίπτωση
- ※ Για να θεμελιώσουν τη νομική επιχειρηματολογία τους, οι σύμβουλοι Επικρατείας τονίζουν ότι τα φαρμακεία δεν αποτελούν αμιγώς εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά ιδιότυπα καταστήματα στα οποία συνδυάζεται η υπεύθυνη επιστημονική δραστηριότητα και η κοινωνική αποστολή με την εμπορική εκμετάλλευση. (εφ. Ελευθεροτυπία, 31/1/2014)
[επεξεργασία]
- επιχειρηματολογώ
- → δείτε τις λέξεις επιχείρημα και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιχειρηματολογία