επιχρωμίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιχρωμίωση | οι | επιχρωμιώσεις |
γενική | της | επιχρωμίωσης* | των | επιχρωμιώσεων |
αιτιατική | την | επιχρωμίωση | τις | επιχρωμιώσεις |
κλητική | επιχρωμίωση | επιχρωμιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιχρωμιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιχρωμίωση < επιχρωμιώνω + -ση < χρώμιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chrome < αρχαία ελληνική χρῶμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιχρωμίωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επιχρωμιώνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις επιχρωμιώνω, επί και χρώμιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιχρωμίωση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)