Μετάβαση στο περιεχόμενο

επιχρωματίζω

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἐπιχρωματίζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιχρωματίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιχρωματίζω < ἐπί + χρωματίζω < χρῶμα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.pi.xɾo.maˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιχρωματίζω
παρώνυμο: επιχωματίζω

επιχρωματίζω, αόρ.: επιχρωμάτισα, παθ.φωνή: επιχρωματίζομαι, π.αόρ.: επιχρωματίστηκα, μτχ.π.π.: επιχρωματισμένος

  1. (λόγιο) χρωματίζω / βάφω από πάνω ή προσθέτω χρώμα εκ των υστέρων
  2. (λόγιο, μεταφορικά) καλλωπίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις επί και χρωματίζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]