Μετάβαση στο περιεχόμενο

επιχρύσωμα

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επιχρύσωμα τα επιχρυσώματα
      γενική του επιχρυσώματος των επιχρυσωμάτων
    αιτιατική το επιχρύσωμα τα επιχρυσώματα
     κλητική επιχρύσωμα επιχρυσώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιχρύσωμα < επιχρυσώνω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

επιχρύσωμα ουδέτερο

  • το κάλυμμα από χρυσάφι μιας επιφάνειας ή ενός αντικειμένου


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]