επιχρύσωμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιχρύσωμα < επιχρυσώνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επιχρύσωμα ουδέτερο
- το κάλυμμα από χρυσάφι μιας επιφάνειας ή ενός αντικειμένου
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιχρύσωμα
|
|