Μετάβαση στο περιεχόμενο

επιχωματώνω

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιχωματώνω < επι- + χώμα (γενική: χώματος) + -ώνω

επιχωματώνω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]