επιψήφιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιψήφιση | οι | επιψηφίσεις |
γενική | της | επιψήφισης* | των | επιψηφίσεων |
αιτιατική | την | επιψήφιση | τις | επιψηφίσεις |
κλητική | επιψήφιση | επιψηφίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιψηφίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιψήφιση < επιψηφί(ζω) + -ση, Διαφορετικής σημασίας η ελληνιστική κοινή ἐπιψήφισις (ακριβής μέτρηση)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.piˈpsi.fi.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιψήφιση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιψήφιση
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ επιψήφιση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επι- (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)