επιψήφιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιψήφιση οι επιψηφίσεις
      γενική της επιψήφισης* των επιψηφίσεων
    αιτιατική την επιψήφιση τις επιψηφίσεις
     κλητική επιψήφιση επιψηφίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιψηφίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιψήφιση < επιψηφί(ζω) + -ση, Διαφορετικής σημασίας η ελληνιστική κοινή ἐπιψήφισις (ακριβής μέτρηση)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.piˈpsi.fi.si/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιψήφιση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]