επιών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπιών

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιών η επιούσα το επιόν
      γενική του επιόντος
επιόντα1
της επιούσας
επιούσης*
του επιόντος
    αιτιατική τον επιόντα την επιούσα το επιόν
     κλητική επιων επιούσα επιόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιόντες οι επιούσες τα επιόντα
      γενική των επιόντων των επιουσών των επιόντων
    αιτιατική τους επιόντες τις επιούσες τα επιόντα
     κλητική επιόντες επιούσες επιόντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «επιών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιών, μετοχή του ἔπειμι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.piˈon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐ών
ομόηχο: επιόν

Μετοχή[επεξεργασία]

επιών, -ούσα, -όν (αρχαιοπρεπές)

  1. που έπεται, ο επόμενος
  2. ο μελλοντικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]