εποίκων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εποίκων αρσενικό
- γενική πληθυντικού του έποικος
εποίκων αρσενικό