εποικοδομητικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εποικοδομητικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐποικοδομητικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε εποικοδομητικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα[επεξεργασία]
εποικοδομητικώς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εποικοδομητικώς
|
Πηγές[επεξεργασία]
- «εποικοδομητικός (& εποικοδομητικά, -ώς)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)