εποποιία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εποποιία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐποποιία / ἐποποιΐα (η επική ποίηση), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική épopée[1][2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.po.piˈi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πο‐ποι‐ί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εποποιία θηλυκό
- η επιτέλεση συνόλου από αξιοθαύμαστα κατορθώματα, ιδίως πολεμικών πράξεων ηρωισμού· έπος
- ⮡ η εποποιία της επανάστασης του 1821
- (μεταφορικά) η αφήγηση επικών κατορθωμάτων, ιδίως πολεμικών επιχειρήσεων
- (σπάνιο) η σύνθεση έπους, η επική ποίηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εποποιία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ εποποιία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Σπάνιες σημασίες όρων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)