εποχικότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εποχιακότητα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εποχικότητα οι εποχικότητες
      γενική της εποχικότητας των εποχικοτήτων
    αιτιατική την εποχικότητα τις εποχικότητες
     κλητική εποχικότητα εποχικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εποχικότητα < εποχικ(ός) + -ότητα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.po.çiˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πο‐χι‐κό‐τη‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εποχικότητα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]