επτάδυμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
επτάδυμος, -η, -ο
- που έχει γεννηθεί με άλλα επτά αδέλφια από την ίδια εγκυμοσύνη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επτάδυμος αρσενικό (θηλυκό επτάδυμη)
- ένα από τα επτάδυμα αδέλφια
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- δίδυμος / δίδυμα
- τρίδυμος / τρίδυμα
- τετράδυμος τετράδυμα
- πεντάδυμος / πεντάδυμα
- εξάδυμος / εξάδυμα
- επτάδυμος / επτάδυμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επτάδυμος
|