επταήμερο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επταήμερο, ουδέτερο του επταήμερος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επταήμερο ουδέτερο και εφταήμερο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επταήμερο
→ δείτε τη λέξη εβδομάδα |