επτανησιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επτανησιακός < Επτάνησ(ος) + -ιακός[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.pta.ni.si.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πτα‐νη‐σι‐α‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]επτανησιακός, -ή, -ό
- ο σχετικός με τον πολιτισμό ή τα χαρακτηριστικά του νησιωτικού συμπλέγματος των Επτανήσων
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- εφτανησιώτικος (οικείο, λιγότερο επίσημο)
Παράγωγα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- Επτάνησα, Εφτάνησα
- επτανησιακά
- Επτανήσιος, Επτανήσια
- Επτάνησος
- Εφτανησιώτης, Εφτανησιώτισσα
- ιταλοεπτανησιακός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ επτανησιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας