επτασφράγιστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επτασφράγιστος η επτασφράγιστη το επτασφράγιστο
      γενική του επτασφράγιστου της επτασφράγιστης του επτασφράγιστου
    αιτιατική τον επτασφράγιστο την επτασφράγιστη το επτασφράγιστο
     κλητική επτασφράγιστε επτασφράγιστη επτασφράγιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επτασφράγιστοι οι επτασφράγιστες τα επτασφράγιστα
      γενική των επτασφράγιστων των επτασφράγιστων των επτασφράγιστων
    αιτιατική τους επτασφράγιστους τις επτασφράγιστες τα επτασφράγιστα
     κλητική επτασφράγιστοι επτασφράγιστες επτασφράγιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επτασφράγιστος < από τη φράση της Aποκάλυψης του Ιωάννη (κεφ. 5): "κατεσφραγισμένον σφραγῖσιν ἑπτά"

Επίθετο[επεξεργασία]

επτασφράγιστος, -η, -ο

  • που είναι πάρα πολύ καλά φυλαγμένος
    Η νεαρή κοπέλα δεν αποκάλυψε ποτέ στους γονείς της την άμβλωση που είχε κάνει. Ήταν για αυτήν ένα επτασφράγιστο μυστικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]