επωασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επωασμένος η επωασμένη το επωασμένο
      γενική του επωασμένου της επωασμένης του επωασμένου
    αιτιατική τον επωασμένο την επωασμένη το επωασμένο
     κλητική επωασμένε επωασμένη επωασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επωασμένοι οι επωασμένες τα επωασμένα
      γενική των επωασμένων των επωασμένων των επωασμένων
    αιτιατική τους επωασμένους τις επωασμένες τα επωασμένα
     κλητική επωασμένοι επωασμένες επωασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επωασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επωάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

επωασμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη επωασμένος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]