επωαστήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | επωαστήριο | τα | επωαστήρια |
γενική | του | επωαστήριου & επωαστηρίου |
των | επωαστήριων & επωαστηρίων |
αιτιατική | το | επωαστήριο | τα | επωαστήρια |
κλητική | επωαστήριο | επωαστήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επωαστήριο ουδέτερο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επωαστήριο
|