επόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | επόμενος | επόμενη | επόμενο |
γενική | επόμενου | επόμενης | επόμενου |
αιτιατική | επόμενο | επόμενη | επόμενο |
κλητική | επόμενε | επόμενη | επόμενο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | επόμενοι | επόμενες | επόμενα |
γενική | επόμενων | επόμενων | επόμενων |
αιτιατική | επόμενους | επόμενες | επόμενα |
κλητική | επόμενοι | επόμενες | επόμενα |
Δείτε και τις κλίσης των ουσιαστικοποιημένων ο επόμενος, η επομένη το επόμενο. |
- επόμενος < μετοχή ενεστώτα του αποθετικού ρήματος έπομαι, αρχαία ελληνική ἑπόμενος, ἑπομένη, ἑπόμενον, μετοχής ενεστώτα του ἕπομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
επόμενος, -η, -ο
- αυτός που έπεται, που έρχεται μετά
- στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι δέκα και πέντε
- οι επόμενες εξετάσεις θα είναι πολύ πιο δύσκολες
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- είναι επόμενο : είναι λογικό, φυσικό ότι θα συμβεί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- έπομαι
- επομένως (επίρρημα)
- επομένη (ουσιαστικό)
- επόμενο (ουσιαστικό)
- μεθεπόμενος
- παρεπόμενο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επόμενος
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | επόμενος | οι | επόμενοι |
γενική | του | επομένου | των | επομένων |
αιτιατική | τον | επόμενο | τους | επομένους |
κλητική | επόμενε | επόμενοι | ||
Δείτε και την κλίση της μετοχής επόμενος. | ||||
όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- επόμενος < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό της μετοχής επόμενος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επόμενος αρσενικό (θηλυκό επομένη)
- εκείνος που είναι ο επόμενος
- να περάσει ο επόμενος!
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το «όμορφος»
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άνθρωπος'
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)