ερίκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ερίκι τα ερίκια
      γενική του ερικιού των ερικιών
    αιτιατική το ερίκι τα ερίκια
     κλητική ερίκι ερίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ερίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική erik +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈɾi.ci/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ερίκι ουδέτερο (ιδιωματικό)

  • (Πολίτικη διάλεκτος, φρούτο) φρούτο με λείο φλοιό και χυμώδη καρπό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]