εραλδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εραλδικός < (άμεσο δάνειο) γαλλική héraldique[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.ɾal.ðiˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /e.ɾal.ðiˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /e.ɾal.ðiˈko/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
εραλδικός, -ή, -ό
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εραλδικός
[επεξεργασία]
- ↑ εραλδικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.