εραλδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εραλδικός < γαλλική héraldique
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ.ɾal.ði.ˈkɔs/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ɛ.ɾal.ði.ˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ɛ.ɾal.ði.ˈkɔ/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
εραλδικός, -ή, -ό