ερανιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερανιστής < αρχαία ελληνική ἐρανιστής < ἐρανίζομαι < ἔρανος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ερανιστής αρσενικό (θηλυκό: ερανίστρια)
- αυτός που ερανίζεται