ερασιτέχνης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερασιτέχνης < ερασι- (< ἔραμαι) + -τεχνης (< τέχνη) < γαλλική amateur
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1887
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.ɾa.siˈte.xnis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ερασιτέχνης αρσενικό
- που ασχολείται με κάτι από ευχαρίστηση, όχι επαγγελματικά ή με σκοπό το οικονομικό κέρδος
- (κακόσημο) που δε διαθέτει επαγγελματισμό, οργανωτικότητα ή ειδικές γνώσεις, αλλά χαρακτηρίζεται από προχειρότητα κι ανευθυνότητα