ερασιτεχνισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερασιτεχνισμός < ἐρασιτεχνισμός, ήδη το 1894[1] < ερασιτέχν(ης) + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από την ιταλική dilettantismo ή από τη γαλλική amateurisme)[2][3]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.ɾa.si.te.xniˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ρα‐σι‐τε‐χνι‐σμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ερασιτεχνισμός αρσενικό
- το να συμπεριφέρεται κάποιος σαν ερασιτέχνης, η ιδιότητα του ερασιτέχνη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ερασιτέχνης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ερασιτεχνισμός
[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 408, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ ερασιτεχνισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ ερασιτεχνισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)