ερατεινά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερατεινά < ερατειν(ός) + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
ερατεινά
- με ερατεινό τρόπο, ευχάριστα, γοητευτικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ερατεινά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ερατεινά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ερατεινός