εργάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εργάτης | οι | εργάτες |
γενική | του | εργάτη | των | εργατών |
αιτιατική | τον | εργάτη | τους | εργάτες |
κλητική | εργάτη | εργάτες | ||
όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εργάτης < ελληνιστική κοινή ἐργάτης (αρχαία σημασία: γεωργός)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eɾˈɣa.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ερ‐γά‐της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εργάτης αρσενικό (θηλυκό εργάτρια)
- αυτός που προσφέρει την εργασία του σε κάποιον σε εργοδότη έναντι αμοιβής
- (ειδικότερα) ο εργαζόμενος που αμείβεται με το μεροκάματο
- (γενικότερα) αυτός που μοχθεί για να προσφέρει ένα έργο
- εργάτης του πνεύματος
- (ναυτικός όρος, ιδιωματικό) το βαρούλκο, ή βίντσι
- άλλες μορφές: αργάτης
- (μηχανολογία, ιδιωματικό) ο μικρός μηχανισμός έλξης με ανέμη που τοποθετείται μπροστά από οχήματα, τύπου τζιπ, ή σε οχήματα ειδικών εργασιών π.χ. πυροσβεστικών, οδικής βοήθειας, μετακομίσεων κ.λπ.
- (ειδικότερα) κοινό θηλυκό μυρμήγκι σε αντίθεση με τα κανονικά αρσενικά και θηλυκά.
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εργάτης
[επεξεργασία]
- ↑ «εργάτης» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης'
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Μηχανολογία (νέα ελληνικά)