εργένισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εργένισσα οι εργένισσες
      γενική της εργένισσας των εργενισσών
    αιτιατική την εργένισσα τις εργένισσες
     κλητική εργένισσα εργένισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εργένισσα < εργένης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εργένισσα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη εργένης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]